- ἠλύγη
- ἀλύσσωto be uneasyaor ind pass 3rd sg (attic epic ionic)ἠλύγηshadowfem nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ηλύγη — ἠλύγη, ἡ (Α) 1. η σκιά 2. φρ. «δίκης ἠλύγη» οι περιπλοκές τής δίκης ή τα σκοτεινά σημεία τής δίκης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση του με το επίθ. λῡγαῖος «σκιώδης» οφείλεται μάλλον σε λαϊκή παρετυμολογία τών Αρχαίων, δεδομένου ότι, εκτός… … Dictionary of Greek
λύγη — λύγη, ἡ (Α) σκιά, σκιόφως («νυκτὸς ἐμπίπτουσι τοῑς φύλαξιν εὐναζομένοις καὶ κτείνουσιν αὐτοὺς καὶ τῷ Καίσαρι κατέσεισαν ὑπὸ λύγῃ», Αππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ἠλύγη παρουσιάζει δυσκολίες, δεδομένου ότι, εκτός τού… … Dictionary of Greek
лужа — укр. лужа, др. русск. лужа, словен. luža, чеш. lоužе, др. чеш. lužě лужа, болото , в. луж., н. луж. ɫužа – то же. Праслав. *lougi̯ā родственно лтш. lugа студенистая болотистая масса в зарастающих озерах , lugava плохая, слякотная осенняя погода … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
ήλυξ — ἦλυξ, υγος, ὁ (Α) η ηλύγη* … Dictionary of Greek
ηλυγάζω — ἠλυγάζω και ἠλιγίζω (Α) [ηλύγη] (μόνο εν συνθέσει, επηλυγάζω*) επισκιάζω … Dictionary of Greek
ηλυγαίος — ἠλυγαῑος, α, ον (Α) [ηλύγη] σκιερός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
ηλύγιος — ἠλύγιος, ον (Α) [ηλύγη] (κατά τον Ησύχ.) σκιερός, σκοτεινός … Dictionary of Greek
ἠλύγην — ἀλύσσω to be uneasy aor ind pass 3rd pl (attic epic doric ionic aeolic) ἀλύσσω to be uneasy aor ind pass 1st sg (attic epic ionic) ἠλύγη shadow fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)